φούρια

φούρια
η
1) спешка; гонка, горячка (разг );

εποχή φούριας — горячая пора;

οι φούριες τού θερισμού — горячее время жатвы;

στη φούρια της δουλείας — в разгар работы; — во время страды (в деревне);

είμαι απάνω στίς φούριες μου — или έχω φούριες — спешить, очень торопиться;

2) хлопоты;
3) стремительность движения; порыв;

με φούρια — а) порывисто, стремительно; — б) вспыхнув, с раздражением


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φούρια" в других словарях:

  • φούρια — η, Ν 1. βιασύνη, βία, σπουδή («στη φούρια τής δουλειάς») 2. ορμητική, βίαιη κίνηση («μπήκε με φούρια και αναποδογύρισε τα πάντα στο πέρασμά του») 3. φρ. «είμαι στις φούριες μου» ή «έχω φούριες» βιάζομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furia < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • φούρια — η (λ. ιταλ.) 1. βία να προφτάσει κανείς κάτι, βιασύνη: Στη φούρια της δουλειάς. 2. βιαιότητα, ορμή, ορμητική κίνηση, σφοδρότητα, φόρτσα: Μπήκε με τόση φούρια, που αναποδογύρισε το βάζο στο τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαφούριας — ο ο παπατρέχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + φούρια] …   Dictionary of Greek

  • πρεμούρα — η, Ν 1. σφοδρή επιθυμία 2. ιδιαίτερος ζήλος 3. βιασύνη, φούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. premura] …   Dictionary of Greek

  • φουριόζο — το, Ν μουσ. ορμητική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] …   Dictionary of Greek

  • φουριόζος — α, ο, Ν 1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός 2. θυμωμένος, οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] …   Dictionary of Greek

  • φόρτσα — η (λ. ιταλ.) 1. δύναμη, ένταση, ορμητικότητα, φούρια: Ο αέρας φυσάει με πολλή φόρτσα. 2. ως επίρρ., φόρτσα δυνατά, ισχυρά, ορμητικά: Να τρέξεις φόρτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»